- ἐπιτιθεμένους
- ἐπιτίθημιlaypres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… … Dictionary of Greek
πρόπεδο(ν) — το, Ν τμήμα εδάφους επικλινές και ανοιχτό στη θέα μεταξύ τών πρανών οχυρής τοποθεσίας, το οποίο δεν παρέχει προκάλυμμα στους επιτιθεμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέδον «έδαφος»] … Dictionary of Greek
Βαλτέτσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 170 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις πλαγιές του Ρεζενίκου, νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Ο οικισμός είναι χτισμένος πάνω σε βράχο, σε ορεινή κοιλάδα. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek
παγγολίνος — Κοινή ονομασία των ειδών που αποτελούν τη μικρή τάξη των λεπιδωτών ή φολιδωτών, του γένους μάνης (manis). Τα θηλαστικά αυτά, διαδεδομένα σε περιοχές της Αφρικής και της νότιας Ασίας, χαρακτηρίζονται από την επένδυσή τους με χοντρά κερατοειδή… … Dictionary of Greek